ἐγκελευστικός, -ή, -όν
1 gram. exhortativo, parenético
τὸ ἐγκελευστικὸν ἐπίρρημα ἐπέτεινε τὴν πρόσταξινA.D.Synt.258.11
•mús.
καλὸν μὲν ἐν διώξει τὸ ἐγκελευστικὸν (μέλος)Max.Tyr.17.5.
2 adv. -ῶς de forma exhortativa
καὶ ἐ. «δεῦρ' ἄγ' ἰών»Sch.Er.Il.23.485b.