ἐγκεντρίζω
• Grafía: graf. ἐκκ- Cat.Cod.Astr.7.185.3, Alex.Trall.2.215.2
I
(τὴν ἀμυγδαλήν) αὐξηθεῖσανThphr.HP 2.2.5, cf. Cat.Cod.Astr.l.c., en v. pas. Thphr.CP 2.14.4, M.Ant.218.22, Harp.s.u. ἐμβεβλημένα
•fig. ref. los centauros
ὅν γε Φύσις ... ἐνεκέντρισεν ἵππῳAP 16.116, ref. pers. en compar., c. ἐν y dat. Ep.Rom.11.17, en v. pas. Plot.2.9.7, ref. a la conversión a la fe crist., en v. pas. c. εἰς y ac.
παρὰ φύσιν ἐνεκεντρίσθης εἰς καλλιέλαιονEp.Rom.11.24, cf. Iren.Lugd.Fr.Jena 10.3.
2 pinchar
αὐτοὺς ὀπτουμένους βελόνῃAlex.Trall.l.c.
•aguijonear en v. pas.
ὄναγρος ὑπὸ σκόλοπος ἐγκεντρισμένοςAesop.257
•fig. acicatear, estimular c. εἰς y ac.
εἰς γνῶσιν ... ἐγκεντρίζωνMeth.Sym.et Ann.M.18.353A, en v. pas.
εἰς γὰρ ὑπόμνησιν τῶν λογίων σου ἐνεκεντρίζοντοLXX Sap.16.11, c. inf.
Ἰωνᾶν ... ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐγκεντρισθέντα ἀποτάξασθαιCallinic.Mon.V.Hyp.3.1.
3 en fil. neoplatónica incardinar
ἔχον (τὸ προϊόν) ταύτην (τὴν ἰδιότητα) ἐν αὐτῇ τὸ ἴδιον ἐγκεντρίζειDam.Pr.74
•en v. med. incardinarse
ταῖς ἐκείνων μεθέξεσιν ἐγκεντρίζονται αἱ τούτων ὑπάρξειςDam.in Prm.263.