< ἐγκεντρίζω
ἐγκεντρίς >
ἐγκέντριον
,
-ου, τό
bot.
púa
,
injerto
τὸν μὲν κλάδον ἐκκόπτουσιν, εἰς δὲ τὸν ὄζον τὸ ἐ. ἐμβάλλουσι
Mich.
in PN
105.9.