< ἐγκελευσματικός
ἐγκελευστικός >
ἐγκελευσμός
,
-οῦ, ὁ
grito de ánimo
ξὺν ... ἐγκελευσμῷ ἐς ἀλλήλους ... ἐπεφέροντο
Arr.
An
.2.21.9.