< ἔγκειμαι
ἐγκεκαλυμμένως >
ἐγκειμένως
adv. sobre el part. perf. de ἔγκειμαι
insistentemente
,
ávidamente
αὐτὸν σφετερίζεσθαι
Const.
Ep
. en Eus.
VC
3.60.