ἔγκειμαι
I c. idea de ‘reposo’
1 yacer entre, reposar rodeado de c. dat.
ἐπεὶ οὐκ ἐγκείσεαι αὐτοῖςpues (muerto) no has de yacer vestido con ellas (tus ropas), Il.22.513
•fig. de abstr. estar asentado en, estar enraizado
τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ α[ἰδ]οῖ ἐγκείμενο[ν] θάλλει ...lo que está enraizado en la bondad y el respeto florece ... Pi.Fr.52b.52
•de pers. estar apegado a
ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαιPi.Fr.94b.36.
2 estar situado en o sobre, estar en c. dat. loc. o giro prep.
ὀφθαλμὸς ἕεις ἐνέκειτο μετώπῳde los Cíclopes, Hes.Th.145, cf. Thphr.HP 5.3.6, Nic.Th.292,
κατὰ τοὺς πρὸ τῆς Ἰτύκης ἐγκειμένους τόπουςPlb.15.2.7,
αἱ δὲ εἰκόνες αἱ τοῖς κατασκευάσμασιPaus.5.12.7,
γράμματα ἐν στήλαις ... ἐγκείμεναPoll.5.149,
ἐκ τῶν βιβλίων τῶν ἐγκειμένωνlos pasajes que están incluídos en la Escritura Hippol.Fr.Cant., Meth.Res.2.8.7, Gr.Nyss.M.44.88D,
ὁ δέ οἱ περὶ ποσσὶ ... ἐνέκειτο σελ[ηναίη]ς κύκλο[ςMarc.Sid. en IUrb.Rom.1155.27
•de vientos haber normalmente, darse
τὰς ἀγχιβαθεῖς, ἐν αἷς μὴ λίαν ἔγκειται μεγάλα πνεύματαMnesith.Ath.38.50.
3 medic. ser aplicado
βοηθήματα ... ἐγκείμεναtratamientos aplicados a una región del cuerpo, Gal.18(2).839.
II c. idea de ‘interior’
1 estar dentro, estar metido
ἐγκειμένου δὲ τοῦ πατρόςHdt.2.73,
ὥσπερ ἂν εἰ ἐν ἑνὶ μεγάλῳ σφονδύλῳ ... ἄλλος τοιοῦτος ἐλάττων ἐγκέοιτοPl.R.616d, cf. Hp.Art.10,
κάλαμοι ἐνέκειντοX.An.4.5.26,
στοιχεῖα πάντα ἐν πέντε χώραις σφαιρικῶς ἐγκείμενα, περιεχομένης ἀεὶ τῆς ἐλάττονος τῇ μείζονιArist.Mu.393a1,
ἀστὴρ ... τοίῃ δ' ἐγκείμενος αἴγλῃArat.139
•part. subst. τὰ ἐγκείμενα contenido
πάντα βαλὼν εἰς χύτραν καινὴν ... εἶτα ἐξελὼν τρῖψον τὰ ἐγκείμεναGal.12.438, cf. Chrys.M.63.75
•fig. estar metido de lleno o inmerso en c. suj. de pers. y dat. de abstr.
ἔγκειμαι πόθῳestoy lleno de deseo Archil.95.1,
ὅσοι δ' ἑκουσίοισιν ἔγκεινται βλάβαιςS.Ph.1318, cf. E.Io 181, Hel.269, Plb.14.9.5,
ὀνείδεσιν ἔγκειται δόμοςE.Andr.784, cf. 91,
τῷ Ἑλληνισμῷ διὰ βάθους ἐγκείμενοςestando metido hasta el fondo en el paganismo griego Gr.Nyss.Fat.33, pero c. suj. abstr. y gen. de pers.
ἄτοπος δὲ πόθος τις μοὔγκειται ὅς με διακναίσας ἔχειAr.Ec.956, c. dat. de pers.
τίς ... τοῖς ἀνθρώποις ὄρεξις ἔγκειται;Clem.Al.Prot.10.90, cf. Porph.Sent.37.
2 estar encajado c. dat.
(αἱ ἀψῖδες τῶν τροχῶν) ταῖς ἄντυξιν ἐνέκειντοI.AI 8.83, c. κατά y ac.
κατὰ δὲ τὸ ἕτερον ἄκρον κύλινδρος ἐγκείσθω ξύλινοςApollod.Poliorc.148.6
•estar clavado
βελῶν ... τοῖς τραύμασιν ἐγκειμένωνPlu.Fab.16, metáf. ref. la pasión
ἐγκεῖσθαι τῇ καρδίᾳ κέντρονHld.1.14.6
•fig. estar ajustado, precisado
ὀρθῶς καὶ ἀνελλιπῶς ὁ ὅρος ἔγκειταιPamph.Mon.Solut.2.162.
3 gram. estar introducido, inserto
τὸ δὲ ἔγκειται ἴσως εὐπρεπείας ἕνεκαla letra e esta introducida quizá por motivo de prestancia Pl.Cra.402e, c. dat., para elementos o palabras que forman parte de un compuesto
νεαρὸν μὲν γάρ ἐστι τὸ νεωστὶ κομισθὲν ὕδωρ· ἔγκειται γὰρ τῇ λέξει τὸ ἀρύεινAmmon.Diff.332, abs.
φησὶ τὸν ἴον ἐγκεῖσθαιdel pronombre ἵ Trypho 8, cf. Sch.Ar.Nu.630b, Eq.198b, Ach.3a, Eust.1406.12.
4 medic., de humores estar depositado dentro c. εἰς y ac.
ἐγκείμενά τινα παχέα φλέγματα εἰς τὰς σήραγγας τοῦ πνεύμονοςGal.14.271
•de un dolor, un síntoma estar fijado en una parte interna
οἴδημα τοῖς ἐγκάτοις ἐνέκειτοLuc.Philopatr.3.
5 fig., de abstr. estar en el interior
ἡ ἐγκειμένη ἀπόδοσιςinterpretación interna Ph.1.397,
ὁ ... νοῦς ἐστιν οἷον λόγος ἐγκείμενοςDion.Alex. en Ath.Al.Dion.23.3, cf. Gr.Nyss.Ep.3.22,
τοῦ σπερματικῶς ἐγκειμένου ... ἡμῖν λόγουOrigenes Io.13.41
•estar contenido, implicado c. ἐν y dat. de abstr.
ἔγκειται τὸ αἰσθητικὸν εἶναι ... ἐν τῷ εἴδειPlot.6.7.3, cf. 3.6.16
•part. subst. τὰ ἐγκείμενα el contenido, los asuntos
εἴποιμι δ' ἂν καὶ ταῦτα διὰ τὰ ἐγκείμενα πρὸς τὸν Κέλσου λόγον· ἆρα ...;Origenes Cels.3.54, cf. Meth.Res.1.54.6.
6 bot. estar injertado
(δένδρεα) ζῇ καὶ καρποφορεῖ καρπὸν οὐχ ὅμοιον οἷσιν ἐγκείμενά ἐστινHp.Nat.Puer.26.
7 en cont. escrito constar, estar mencionado o constatado sólo en part.
τὰ ἐνκίμενα ἐν τῷ χειρογράφῳ τάλαντα ἑπτάPOsl.161.15 (III d.C.),
ἐπὶ φανεροῖς κεφαλαίοις τοῖς καὶ ἐγκειμέν[οις] τῇ ἀπο[σταλ]είσῃ παρ' αὐτοῦ ἐντεύξειPPrincet.82.11 (V d.C.),
κατὰ τὸν ἑκάστῳ (πιττακίῳ) ἐγκείμενον χρόνονPLond.1007.11 (VI d.C.), cf. PPanop.4.14 (IV d.C.).
III usos esp.
1 instar, insistir c. part. pred.
Γέλων δὲ πολλὸς ἐνέκειτο λέγων τοιάδεGelón insistía con vehemencia diciendo lo siguiente Hdt.7.158,
πολὺς ἐνέκειτοTh.4.22,
ἐνέκειτο δὲ διώκων τοὺς πολεμίουςI.AI 14.417, c. dat.
πολὺς τοῖς συμβεβηκόσι ἔγκειταιinsiste tenazmente en lo sucedido D.18.199, abs.
ἡ δεινότης (τοῦ λόγου) ὑφέρπουσα μᾶλλον ἢ ἐγκειμένηsu habilidad oratoria era más sutil que insistente Philostr.VS 564
•apremiar, hostigar c. adv. de modo
ἰσχυρῶς ἐγκείσονταιTh.1.69, cf. 5.43, X.Eph.2.13.8, c. dat. de pers.
ἐγκείσεται γὰρ ὑμῖν ... βαρύςD.H.6.62,
ἐνέκειτο τῷ δήμῳ πολύςPlu.Fab.9, cf. D.C.57.18.2, Ach.Tat.5.16.7
•c. connotación erót. acosar c. dat.
ἐγὼ μέν τίν ὅλος ἔγκειμαιTheoc.3.33,
Ἀμφυταίῃ ... ἔγκεισαιHerod.5.3.
2 c. giro prep. de ac. tender hacia, dedicarse a
ἐγκεῖσθαι πρὸς τὴν ζήτησιν φανερῶςAch.Tat.6.10.2,
οἱ γὰρ τοῦ μιάσματος βουληφόροι ἐς τοῦτο ἐνέκειντοAgath.3.5.8
•fig., c. suj. abstr. ser propenso a
ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητοςLXX Ge.8.21, cf. Cyr.Al.M.69.1100C.
3 sent. hostil atacar c. suj. de pers. y dat.
τῶν γὰρ Ἀθηναίων ἐγκειμένων τῇ ΠελοποννήσῳTh.4.80,
τοῖς ἐναντίοιςTh.5.73, cf. Plu.Fab.8,
τοῖς πολεμίοιςPlb.18.22.3, D.S.15.56.1, a un adversario político
τῷ ΠερικλεῖTh.2.59,
τοὺς Λάκωνας, οἷς ἄγαν ἐγκείμεθαAr.Ach.309, cf. Plu.2.868f, abs.
ἐνέκειντο καὶ ἐσηκόντιζονTh.3.98, cf. 1.49, 144, X.HG 3.5.20, 7.2.19,
οἱ κατὰ πλευρὸν ἐγκείμενοιlos que atacan por el flanco I.BI 2.543
•fig. c. suj. abstr. oprimir
ἡ ἐγκειμένη ὑπὲρ τῆς τελευτῆς λύπηPhld.Elect.10.17, c. dat.
περὶ τῆς ἐγκειμένης σοι ἀλγηδόνοςSch.S.OC 512M.
4 echarse encima, ser inminente
ὁ χειμὼν ἤδη ἐνέκειτοProcop.Goth.4.14.50, fig.
ἀπεωσάμεθα (τὸν πλοῦτον) ἐγκείμενονrechacé (la riqueza) que se me venía encima E.Ep.5.41.
• DMic.: e-ke-jo-to.