< ἐγκειμένως
ἐγκεκλάρωται· >
ἐγκεκαλυμμένως
adv. sobre el part. perf. pas. de ἐγκαλύπτω
secretamente
,
privadamente
διὰ τὸ ἐ. ποιεῖν αὐτὸν (
sc
. Ἰησοῦν) τὰ σημεῖα
Ammon.
Ac
.M.85.1568A.