ἐγκαταφύω


adherirse, fijarse ἠγκυροβόληται· ἐγκαταπέφυκεν ἀγκύρᾳ ὁμοίως Gal.19.102, en v. med. mismo sent., c. dat. οὗτος ὁ τένων ... ἐγκαταφυόμενος αὐτῷ τῷ ... μέρει προσθίῳ Gal.2.303
fig. arraigar (πίστις) ταῖς ... ψυχαῖς Cyr.Al.M.73.329D.