ἐγκαταφυτεύω
sembrar, plantar en, fig. implantar
σπέρμα κακίας ... τῷ βίῳClem.Al.Prot.2.13, cf. Hsch.s.u. ἰνκαφότευε, en v. pas.
αἱ ... ἐπ' ἀρετῇ ἀφορμαίOrigenes Io.20.38
•injertar fig., en v. pas.
ὁ φιλόσοφος ... τῇ χρηστῇ καὶ ἡμέρῳ <ἐγ>καταφυτευθεὶς γνώσειClem.Al.Strom.6.15.118.