ἐγκαταχέω


1 verter πολὺν ἀντιπάλων ἐγκατέχευε φόνον epigr. en Posidon.258, cf. Hsch.

2 difundir por en v. pas. τῷ πλάτει τοῦ ἀέρος Gr.Nyss.Hom.creat.71a.5.