ἐγκατασκιρόω
incrustar, fig., perf. pas. estar adherido a
ἀπορρύπτεσθαι ... τὰς ἐγκατεσκιρωμένας κηλῖδας τῷ κατὰ φιλοσοφίαν λόγῳHipparch.Pyth.Hell.91.9.
ἀπορρύπτεσθαι ... τὰς ἐγκατεσκιρωμένας κηλῖδας τῷ κατὰ φιλοσοφίαν λόγῳHipparch.Pyth.Hell.91.9.