< ἐγκατασκήπτω
ἐγκατασκιρόω >
ἐγκατάσκηψις
,
-εως, ἡ
ataque
,
acometida
,
irrupción
τοῦ ὑδροφοβικοῦ πάθους
Dsc.
Ther
.3 (= Philum.
Ven
.4.6).