ἐγκατασπείρω
1 dispersar, esparcir, extender c. ac. y dat. loc.
πρὶν ἂν τοῖς βλεφάροις τὸ πάθος ἐγκατασπεῖραιSeuer. en Aët.7.45, en v. pas.
στρατιῶται ... πόλεσινPlu.Cic.14,
ἰκμάς τις ... τῷ βάθει τῆς γῆςGr.Nyss.Ordin.340.13
•agr. sembrar, implantar
τὸν κόκκον τοῦ σινάπεως εἰς τὴν ἀγαθὴν γῆνIren.Lugd.Haer.1.13.2, en sent. fig.
ἐκεῖνο ... ὑμῶν ταῖς ἀκοαῖςA.Io.34.1.
2 fig. diseminar, dispersar
τὰ ἡμερότητος ... σπέρματα ταῖς διανοίαιςPh.2.397,
θειότητος, ἣν ὁ θεὸς ἐγκατέσπειρεν ... τῇ ὕλῃPlu.2.1001b, cf. Corp.Herm.8.3,
διερριμμένως τὰ ζώπυρα τῶν ... δογμάτωνClem.Al.Strom.7.18.110,
τὰ ... δύσγνωστα ... ἐν τῷ πλάτει καρδίαςHippol.Antichr.1, en v. pas.
τοῖς μὲν οὖν ἀλόγοις οὐδὲν ἀθάνατον ἐγκατέσπαρταιAen.Gaz.Thphr.62.5
•ref. la palabra difundir
τὸ σόφισμα τοῦτο πᾶσινCharito 3.3.16,
δόξας ... τοῖς πλήθεσινI.Ap.2.239,
φήμηνHdn.2.1.3, cf. Procl.in Ti.2.76.26.