< ἐγκαταδέω
ἐγκατάδυσις >
ἐγκαταδύνω
1
hundirse
el sol,
ponerse
ἥλιος ἐγκαταδύνων
Hp.
Aër
.6.
2
adentrarse en
σηκοῖς θεοῦ
Eudoc.
Cypr
.1.242.