< ἐγκαταδύνω
ἐγκαταδύω >
ἐγκατάδυσις
,
-εως, ἡ
poniente
,
el oeste
οἱ κατοικοῦντες τὴν ἐγκατάδυσιν
var. de LXX
Ps
.48.2 en Chrys.M.55.222.