ἐγκαταδέω
atar fuertemente, encadenar fig., c. dat.
λύπαις ἑαυτὴν πάλιν αὖ ἐγκαταδεῖνPl.Phd.84a,
πολλοὺς ... αἴσχεσιν ἐγκατέδησεOpp.H.3.201,
τὸν τοῖς τῆς δουλείας ἐγκαταδέοντα ζυγοῖςCyr.Al.M.68.192C, en v. pas.
ὑπὸ ἀγνοίας αὐτοῖς (βρόχοις) οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταδοῦνταιThem.Or.23.297a.