< ἐγκαίριος
ἔγκαιρος >
ἐγκαιριότης
,
-ητος, ἡ
oportunidad
,
momento oportuno
τὰ δίκαια ἔχει ἰσχὺν καὶ ἐγκαιριότητα
Sch.E.
Ph
.471D.