ἐγκαίριος, -ον
propicio, oportuno
τοῦτο μάλιστα ἐγκαιριώτατον γένοιτ' ἄνPl.Ti.51d, cf. Lg.961a (cód.)
•neutr. subst. τὸ ἐ. momento propicio
σὺν θεῷ εὑρίσκω ἐγκαίριειον (sic)PGrenf.64.5 (VI/VII d.C.), pero cf. BL 1.184.
τοῦτο μάλιστα ἐγκαιριώτατον γένοιτ' ἄνPl.Ti.51d, cf. Lg.961a (cód.)
σὺν θεῷ εὑρίσκω ἐγκαίριειον (sic)PGrenf.64.5 (VI/VII d.C.), pero cf. BL 1.184.