ἐγκαθείργνυμι
encerrar fig.
ἐγκαθειργνύων τῇ ψυχῇ ... σῶμαOrigenes M.13.780A
•en v. pas. quedar encerrado o atrapado dentro
ἡ ἀναθυμίασιςPlu.2.951c,
ἡ δασύτης τοῖς τελευταίοις μέρεσι τῶν ὀνομάτων οὐδαμῶς ἐγκαθείργνυταιref. al espíritu áspero, Trypho Fr.5.