ἐγκαθείργω
• Alolema(s): -κατ- Agath.1.11.5
• Morfología: [pas. ind. fut. 1a plu. ἐγκατειρχθησόμεθα Corp.Herm.Fr.23.34]
1 encerrar, aprisionar
τὴν γυναῖκα ... ἐγκαθείρξαςI.BI 1.54,
ἐκέλευσε δήσαντας αὐτὸν ἐγκαθεῖρξαί τινι οἰκήματι σκοτεινῷX.Eph.2.6.5,
τοὺς δυσμενεῖςAgath.l.c.,
ἐν τοῖς σπηλαίοις τῶν πετρῶν ἑαυτοὺς ἐγκαθείρξαντεςPall.H.Laus.58.1, en v. pas.
ἀκοντίσαι τοὺς ἐγκαθειργμένουςI.AI 17.178,
αἰκισμοῖς πολλοῖς ... ἡμᾶς κατέστησεν ... ἐγκαθειργμένουςPMasp.2.2.6 (VI d.C.)
•en v. pas., c. suj. de cosa o abstr. quedar encerrado o atrapado dentro
πνεῦμα δὲ ἐγκατειρχθὲν τὰ πάντα σείσῃAret.SA 1.5.7,
πῦρ ... ἐν τῇσι κοιλίῃσι ἀμφοῖν ἐγκαθειργμένονAret.SA 2.8.5, del alma dentro del cuerpo:
ὅ τι θεοειδέστατον ... ἐγκαθειργμένονGr.Thaum.Pan.Or.2.33,
εἰς ἄτιμα ... σκηνώματαCorp.Herm.Fr.l.c.,
τὴν ψυχὴν ἔχων ... ἐγκαθειργμένηνen el cuerpo, Iul.Or.7.206b.
2 constreñir, contener
φορβειᾷ ... τοῦ πνεύματος τὸ ῥαγδαῖον ἐγκαθεῖρξεPlu.2.456c,
τοῖς αἰσθητοῖς τὸν νοῦν ἐγκαθείρξαντεςlimitando la conciencia a (el testimonio de) los sentidos Thdt.M.83.560B.