ἐγκαθέζομαι


I en v. med.

1 sentarse εἰς τὸν θᾶκον ... ἐγκαθεδεῖται Ar.Ra.1523, ἐγκαθεζόμενος λάθρᾳ ἐν ταῖς γυναιξίν Ar.Th.185, en la asamblea, Ar.Ec.98, Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.58
fig. αὕτη δὲ (ἡ ἐπιβουλή), ὅταν ἐγκαθεσθῇ ... τὴν ψυχὴν προσαπόλλυσι Chrys.M.50.772
de los pájaros posarse οἱ ἀνθέρικες ... τοὺς ὄρνιθας ... οὐκ ἐπιτρέποντες ἐγκαθέζεσθαι τῷ καρπῷ Chrys.M.49.123.

2 apostarse, acechar μή τις ἐκ τῶν φονέων ἐγκαθέζοιτο ἐνέδρα App.BC 3.11, ὠφέλιμοι δὲ καὶ ἐς ἐνέδραν ἐγκαθέζεσθαι Arr.Tact.15.5, ἐν τοῖς ἔχουσι πλοῦτον ἀγνωσίας ... ὁ διάβολος ἐγκαθέζεται Origenes M.12.1195D.

3 acampar, estar acampado ἐγκαθεζόμενοι ἐδῄουν τὴν γῆν Th.3.1, 4.2, μέλλουσαν ἐκεῖ Ῥωμαίων φρουρὰν ἐγκαθέζεσθαι I.Vit.422, ἐγκαθεζόμενος ἡμέρας συχνάς D.H.8.16, 9.71.

4 fig. estar asentado, residir, morar τῶν δαιμονίων ἐγκαθεζομένων I.AI 6.211, τὰ εὐαγγέλια ... ἐν οἷς ἐγκαθέζεται Χριστός Iren.Lugd.Haer.3.11.8, ἐν ἀποκρύφῳ τῆς αὐτοῦ ψυχῆς ἔνοικος ἐγκαθέζεται ... ὁ Ὕψιστος Eus.M.23.1141B, ταῦτα ... ἐγκαθέζεται τῇ καρδίᾳ Basil.M.29.273B, 32.1176C.

II en v. act.

1 tomar baños de asiento c. dat. ἁρμόζει δὲ θερμοῖς ἐγκαθέζειν ἐπανιέντας τὸν δακτύλιον conviene que (los pacientes) los tomen calientes, relajando el ano Dsc.Eup.2.56, δεῖ δὲ χλιαροῖς ἐ. Dsc.Eup.2.89, en v. pas. ἀφέψημα ... σιδίων ἐγκαθεζόμενον decocción de cáscaras de granada aplicada en baño de asiento Dsc.Eup.1.216.

2 aplicar un remedio, en v. pas. τῆς γλώσσης κρατουμένης, ὥστε ἐγκαθεσθῆναι τὸ βοήθημα Hippiatr.Paris.249.