ἄτοκος, -ον


I 1que no ha parido γίνεται δὲ πάντα μᾶλλον τῇσιν ἀτόκοισιν Hp.Mul.1.62, Epid.6.7.8, τρίβων γὰρ οὐκ εἴμ', ἄ. οὖσ' ἐν τῷ πάρος E.El.1127.

2 estéril ἄτοκοι ἐκ ... ταύτης τῆς νούσου γίνονται Hp.Nat.Mul.14, cf. 21, Mul.1.63, Steril.230, ἡ προτέρη γυνὴ τὸν πρότερον χρόνον ἄ. ἐοῦσα τότε κως ἐκύησε Hdt.5.41, ταῖς δι' ἡλικίαν ἀτόκοις Pl.Tht.149c, de animales ἡμίονος ἄ. Arist.APr.67a35.

II que no produce interés del dinero τῶν ἄλλων ἀτόκων χρημάτων Pl.Lg.921c, Arist.Oec.1250a11, cf. OGI 46.6 (Halicarnaso III a.c), δραχμὰς ἀτόκους POxy.729.16 (II d.C.), de un anticipo o préstamo ἔχειν παρὰ Ζήν[ω]νος πρόδομα ἄτοκον BGU 1262.17 (III a.C.), cf. IG 7.3172.20 (Orcómeno III a.C.)
subst. neutr. ὅσοι ἂν προδανείσωσιν ἄτοκα OGI 46.6 (Halicarnaso III a.C.), de cantidades de trigo como pago de un arrendamiento πυροῦ ἀρτάβας ... ἀτόκους BGU 1005.3 (III a.C.)
neutr. como adv. sin interés ἐδάνεισε] ... ἄτοκον ἀργυρίου ... δραχμάς PHib.89.8 (III a.C.), ἐδάνεισεν ... δραχμὰς δισχιλίας ἄτοκα εἰς ἡμέρας τριάκοντα PAmh.50.10 (II a.C.), cf. PGrenf.1.18.13, 2.18.9 (ambos II a.C.).