ἀτολμέω
• Alolema(s): ἀτολμόω AB 407


ser cobarde, tímido τοὺς ἀτολμέοντας δέον μεταβολῇ ἀνεγείρειν Hp.Epid.6.7.3
c. inf. carecer de valor para, no atreverse a ἀμύνεσθαι δὲ ἀτολμοῦντες Th.1.124, ἀτολμήσας περαιτέρω ... προχωρῆσαι D.C.78.34.1.