ἀτόκιον, -ου, τό
• Alolema(s): ἀτοκεῖον PRyl.531.25 (III/II a.C.), SIG 985.20 (Filadelfia I a.C.); lat. atocium Plin.HN 29.85
1 medic. anticonceptivo Hp.Mul.1.76,
ὁ φλοιός· ἱστορεῖται δὲ καὶ ἀτόκιον εἶναιDsc.1.81,
(κέδρος) περιχρισθεῖσα δὲ αἰδοίῳ πρὸ τῆς συνουσίας ἀτόκιον ἐστιDsc.1.77, cf. 3.130, Plin.HN l.c.,
ἀτόκιον δὲ φθορίου διαφέρειSor.45.1, 2, 17, cf. anón. medic. en PRyl.l.c., SIG l.c.
2 bot. neguilla, Agrostemma githago L., Ps.Dsc.3.101.