ἄτευκτος, -ον
1 desprovisto c. gen.
ἄ. ἔτι τῆς προσλήψεως αὐτοῦLeont.H.Nest.M.86.1744A.
2 difícil de conseguir Max.Tyr.5.8, cf.
ἀτεύκτου· ἀνεπάφουHsch.,
ἄτευκτα· ἀκάματα, σκληρὰ καὶ ἰσχυρά. σημαίνει καὶ ἀβλαβῆEt.Gud.
ἄ. ἔτι τῆς προσλήψεως αὐτοῦLeont.H.Nest.M.86.1744A.
ἀτεύκτου· ἀνεπάφουHsch.,
ἄτευκτα· ἀκάματα, σκληρὰ καὶ ἰσχυρά. σημαίνει καὶ ἀβλαβῆEt.Gud.