< ἄτευκτος
ἀτευχής >
ἀτευξία
,
-ας, ἡ
deficiencia
,
falta
ἐπιβαλλούσης τῆς τέχνης ἀτευξίαν παρίσταμεν
A.D.
Synt
.56.26, Dam. en
AB
1345.