ἀτευκτέω
ser deficiente, fallar, dejar de conseguir c. gen.
τῶν οἰκείων χρειῶνPhld.Ir.21.19, cf. Adul.3.7G.,
ἀτευκτεῖ μεγέθουςHero Def.123,
τῆς πατρίου ἀγωγῆςPlu.2.235b, abs.
τοῖς ἀτευκτήκασι (ὀνόμασι)por no llevar artículo, A.D.Synt.57.1,
ἐπιθυμίαι ... ἀτευκτοῦσαιdeseos fallidos, Corp.Herm.Fr.23.46
•en v. med.-pas. fracasar, fallar
ὥστε μὴ ἀτευκτηθῆναι τὴν παρακόλλησινAntyll. en Orib.45.25.6.