ἄσπιλος, -ου, ὁ
maced. torrentera Hsch.
• Etimología: Quizá comp. de σπίλος ‘escollo’, ‘roca’ q.u. y la prep. ἀπό, en maced. ἀπ-.
λίθοι ... λευκοὶ ἄ.IG 22.1666B.5 (IV a.C.),
μῆλον ... ἄ., ἀρρυτίδωτονAP 6.252.3 (Antiphil.), ref. a la sangre de Cristo
ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καὶ ἀσπίλου1Ep.Petr.1.19, de la virginidad de María, Gr.Naz.M.37.572A, cf. Procl.CP M.65.721C, ref. a la fe
τηρῆσαί σε τὴν ἐντολὴν ἄσπιλον1Ep.Ti.6.14, cf. Phys.B 251.10,
τὴν ἐντολὴν τοῦ κυρίου φυλάξαντες ἄσπιλονBasil.M.31.1628C,
ἱερωσύνηGr.Naz.M.35.980A, mág.
(δύναμιν) ἄσπιλον ἀπὸ παντὸς κινδύνου(fuerza mágica) libre de todo peligro, PMag.12.260.
ἱερωσύνη ... ἐὰν τελεῖται ἀ.Ephr.Syr.1.73A
τὴν ... ἁγίαν πίστιν φυλαξάντων ἀ.Gel.Cyz.HE 2.12.7.