< ἄσπιλος
ἀσπίνθιον >
ἀσπίλωτος
,
-ον
impoluto
,
sin mácula
ἀ. σου τὸ σῶμα τήρει ὡς ἔνδυμα
Sext.
Sent
.449,
φύλλα
Dsc.2.167.