< ἄλγος
ἀλγυντήρ >
ἄλγυνσις
,
-εως, ἡ
acción que produce dolor
τὸ καθαρθῆναι δι' ἀλγύνσεως αὐτῇ γενήσεται
Phlp.
in de An
.17.33, cf. Olymp.
in Grg
.46.9.