< ἄλγυνσις
ἀλγύνω >
ἀλγυντήρ
,
-ῆρος, ὁ
que causa dolor
o
aflicción
ἄνδρες, φύτλης ἀθανάτων ἐρικυδέος ἀλγυντῆρες
Orác. en Zos.1.57.