ἄλγος, -εος, τό


1 dolor fís. Il.5.394, A.Eu.183, S.Ph.734, Nic.Th.299, 751
c. gen. καρδίης Hp.Epid.7.20, ποδῶν X.Cyn.3.3, κεφαλᾶς IG 42.122.50 (Epidauro IV a.C.), τῶν τραυματιῶν σου LXX Ps.68.27, ἐν τῇ κεφαλῇ Hp.Int.18
más gener. dolor, pena, sufrimiento ἄλγος ἱκάνει θυμόν Il.3.97, πολλὰ δ' ὅ γ' ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα Od.1.4, ἐξ ὀλίγης ὀδύνης μέγα γίγνεται ἄλγος Sol.1.59, καρδίαν τέ οἱ σχέτλιον ἄμυξεν ἄλγος B.17.19, cf. Thgn.1031, A.Pr.435, S.OT 62, El.141, OC 955, Pi.Fr.210, Ar.Pl.1034, Call.Cer.131, Nonn.D.5.497
c. gen. ἄ. καρδίας καὶ πένθος LXX Si.26.6, τὸ κατὰ καρδίαν ἐνεστὸς ἄ. LXX 2Ma.3.17
esp. en plu. Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκε Il.1.2, cf. 1.110, θεοὶ ... ἄλγεα δῶκαν Hes.Op.741, cf. Th.621, χαλεποῖσιν ἐν ἄλγεσι Thgn.555, ἐπ' ἄλγεσι κακοῖσ' ἔχοντες θυμόν Semon.2.23, αἰσχύνας ἐμᾶς ὑπ' ἀλγέων E.Hel.202, cf. Supp.807, Pl.Alc.2.142d, X.Smp.8.37, Arist.Rh.1370b5, Theoc.1.19
fig. ἐκ ... στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιον que del pecho exhalarán un justo dolor ref. al treno, A.Th.865.

2 motivo de dolor Δάφνις ... ἔσσεται ἄλγος Ἔρωτι Theoc.1.103, cf. Bio 2.11, AP 9.390 (Menecr.), 5.167 (Asclep.), AP 5.211 (Posidipp.).

3 personif. Dolor en plu., Hes.Th.227.
• Etimología: De *H2elg-, cf. quizá aaa. ilki ‘hambre’.