ἄκων, ἄκουσα, ἆκον
• Alolema(s): jón. ép. ἀέκ-; v. tb. ἀέκασσα
• Prosodia: [ᾱ-]
I
τὼ δ' ἀέκοντε βάτηνIl.1.327,
μηδένα τῶνδ' ἀέκοντα μένειν κατέρυκεThgn.467,
βίῃ δ' ἀέκουσαν ἀνάγκῃ ἄνδρες ληϊστῆρες ἀπήγαγονh.Cer.124,
ἐμίγη οἱ ἀεκούσῃHdt.2.131,
νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυονPi.N.4.21,
παρ' ἄκοντος λαμβάνεινLys.21.11,
ὅστις ... ἀνδράποδον ἐξάγει εἴτε ἆκον εἴτε ἑκόνIG 11(4).1296.3 (III a.C.), cf. Theoc.27.35, Plb.2.51.6, A.R.2.488, 4.799, IG 12(3).174.25 (Astipalea I a.C.), LXX Ib.14.17, Nonn.D.15.385, 48.762, Musae.226
•en gen. abs. ἀέκοντος ἐμεῖο contra mi voluntad, no queriéndolo yo, Il.1.301,
ἄκοντος ΔιόςA.Pr.771,
ἀκόντων ἈραβίωνHdt.3.88, cf. IG 13.61.23 (V a.C.)
•de cosas no deseado, forzado
πρᾶγμαS.OC 977,
κακάS.OT 1230,
λέκτρονA.Supp.39.
2 que obra involuntariamente, sin querer
εἴ περ ... τίς τε ... ὁδίτης κινήσῃ ἀέκωνsi algún caminante las excita (a las avispas) sin querer, Il.16.264,
ἐάν ... κτείνῃSol.Lg.5a, 5b, cf. 19a, 20,
φονεύσαςHdt.1.35,
ἔγημαS.OC 987,
ἔδρασαAr.V.1002,
ἐξήμαρτέ τις ἄκωνD.18.274, cf. Arist.EN 1110b22,
ἄκουσαν κακὴν γενέσθαιPlu.2.247a.
II adv. -ως
1 contra su voluntad
ὁμολογεῖνPl.Prt.333b,
οὐκ ἀ. ... ἐπείσθησανX.HG 4.8.5.
2 involuntariamente
κακὰ ἐργάζεσθαιPl.Hp.Mi.374d.