ἀκώνητος, -ον
• Alolema(s): dór. -ατος ICr.1.17.2a.8 (Lebena II a.C.)
no recubierto de pez, no embreado
κεράμιονPCair.Zen.743.3 (III a.C.),
σκεῦα κεράμιναICr.l.c.,
ἀγγεῖονDsc.1.7.4, v. tb. ἀχώνευτος.
κεράμιονPCair.Zen.743.3 (III a.C.),
σκεῦα κεράμιναICr.l.c.,
ἀγγεῖονDsc.1.7.4, v. tb. ἀχώνευτος.