< ἅρπαγμα
ἅρπαγος >
ἁρπαγμός
,
-οῦ, ὁ
1
robo
,
rapto
ἁ. ὁ γάμος ἔσται
Vett.Val.16.7, cf. Plu.2.12a, Heph.Astr.2.32.9.
2
botín
,
presa
οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα θεῷ
no consideró botín codiciable el ser igual a Dios
,
Ep.Phil
.2.6
•
ganga
Cyr.Al.M.68.172C.