ἅρπαγμα, -ματος, τό
1 robo
ἐπὶ ἅρπαγμα μὴ ἐπιποθεῖτεLXX Ps.61.11, cf. Si.16.13
•rapto ref. al de Helena, fig.
τρήρωνος ... ἅ.Lyc.87
•
οὐχ ἅ. οὐδ' ἕρμαιον ποιεῖσθαι τὸ πράγμαni robar ni encontrar nada Hld.7.20.4,
ἅ. τὸ ῥηθὲν ποεῖσθαιarrebatar, cortar la palabra Hld.8.7.1.
2 presa, botín
ὡς λέοντες ... ἁρπάζοντες ἁρπάγματαLXX Ez.22.25, cf. Ib.29.17, Ael.NA 15.2, c. gen.
ἅ. τοῦ πονηροῦPhys.A 115.5
•
ἅ. εὐτυχίαςganancia inesperada, ganga Plu.2.330d.
3 porción, parte separada o arrebatada
σπέρμα ἐστὶν ἀνθρώπου ὃ μεθίησιν ἄνθρωπος μεθ' ὑγροῦ ψυχῆς μέρους ἅρπαγμαZeno Citieus 128.