ἅρπαγος, -ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 garra ganchuda
ἅρπαγοι χ[ε]ροῖνde las harpías A.Fr.259a.
2 adj. fig. ávido, rapaz
χερσὶν ἁρπάγοιςS.Fr.706
•ladrón
πράξεις ὡς λύκων καὶ ἁρπάγων ... πραττόντωνPMasp.2.3.15 (VI d.C.).
ἅρπαγοι χ[ε]ροῖνde las harpías A.Fr.259a.
χερσὶν ἁρπάγοιςS.Fr.706
πράξεις ὡς λύκων καὶ ἁρπάγων ... πραττόντωνPMasp.2.3.15 (VI d.C.).