ἁρμονικός, -ή, -όν


I mús.

1 experto en música, armonizador de pers., ὥσπερ ἂν μουσικὸς ἐντυχὼν ἀνδρὶ οἰομένῳ ἁρμονικῷ εἶναι Pl.Phdr.268d, ἀνάγκη ... ταῦτ' ἐπίστασθαι τὸν μέλλοντα ἁρμονικὸν ἔσεσθαι Pl.Phdr.268e, cf. Chrm.170c
subst. ἁρμονικός, οὐ μάγειρος Damox.2.49, οἱ κατὰ τοὺς ἀριθμοὺς ἁρμονικοί (como dicen) los expertos en música según la teoría matemática Arist.Top.107a16, οἱ πλεῖστοι τῶν ἁρμονικῶν Aristox.Harm.7.3, ὁ θεὸς ἁ. καλεῖται καὶ μουσικός Plu.2.946f.

2 relativo a la armonía, armónico, musical de abstr. ἡ ἁρμονικὴ πραγματεία Plu.2.1142f, ἐπιστήμη Aristox.Harm.13.1, 49.7, Alyp.p.367.4
subst. τὰ ἁρμονικά Pl.Phdr.268e, Arist.Metaph.997b21, Aristox.Harm.5.6, 41.9
esp. en tít. de tratados musicales Ἁρμονικός Archyt.B 1, Ἁρμονικά Ptol.Harm., Ἁρμονικῶν στοιχείων Aristox.Harm.

3 en la escala enarmónica armónico νόμος Plu.2.1133e, τρόπος Aristid.Quint.31.1, συμφωνία Aristid.Quint.103.11
de una de las notas μέσαι δέ ἐντι τρῖς τᾷ μουσικᾷ, μία μὲν ἀριθμητικά, δευτέρα δὲ ἁ γεωμετρικά, τρίτα δ' ὑπεναντία, ἃν καλέοντι ἁρμονικάν Archyt.B 2
subst. ἡ ἁρμονική, τὸ ἁρμονικόν componente principal de la música junto con el ritmo armonía, melodía, armónica ἡ ἁρμονική Ptol.Harm.3.1, 10.14, Aristid.Quint.7.9, 28.9, τῆς μουσικῆς ... πρῶτον τὸ ἁρμονικόν Anon.Bellerm.19, 31, τὸ ἁ. op. ῥυθμικόν y μετρικόν Aristid.Quint.6.18
op. ἀστρονομία Iambl.Comm.Math.12.

II como término téc. relativo a la proporción, en la terminología músico-matemática armónico, en proporción armónica (ἡ ἁρμονία) δύο μεσότητας ἔχει· ἀριθμητικήν τε καὶ ἁρμονικήν Arist.Fr.47, ἁρμονικὴ ἀναλογία Ph.1.27, Nicom.Ar.2.22, Theo Sm.p.114, Aristid.Quint.100.25, 101.14, Iambl.Comm.Math.9, ἀριθμητικοὶ καὶ ἁρμονικοὶ ... λόγοι Athenag.Leg.6.1, λόγοι ... κατ' ἀριθμὼς ἁρμονικὼς συγκεκραμένοι Ti.Locr.96a, cf. Ph.1.22, Aristid.Quint.117.21, 125.15
de los elementos del alma ordenados κατὰ τοὺς ἁρμονικοὺς ἀριθμούς Arist.de An.406b29
οὐδὲν γὰρ ἄλλο τὸ ἁρμονικόν (τῆς τεχνολογίας de la música) Iambl.Comm.Math.7.

III 1que esta en armonía, armonizado, ajustado del pulso en rel. c. el estado físico σφυγμός ἐστιν ... ἔλεγχος ἐν ἁρμονικῇ κινήσει Gal.19.376
del alma en rel. c. el cuerpo αἱ δ' ἁρμονικαὶ συμμετρίαι Aristid.Quint.128.9
de la preparación física τὸ ἁρμονικὸν γυμνάσιον Philostr.Gym.53.

2 fig. temperante τακτικὸς καὶ ἁ. ἀνήρ Plu.2.618c.

IV adv. -ῶς en proporción armónica Iambl.Comm.Math.32.