< ἁρμονιακός
ἁρμονικός >
ἁρμονίζομαι
• Prosodia:
[ῐ]
estar hecho
de una pers.
ἐξ οἵης ἡρμόνισαι καλάμης
de qué palo estás hecho
,
AP
7.472.16 (Leon.).