ἁρμόνιος, -ον


I 1que encaja, ajustado τοὺς λίθους ... ἁρμονίους ... γενέσθαι τῷ ναῷ Origenes Io.10.39.

2 fig. adecuado, conforme πρὸς πᾶσαν ἁρμόνιον γεῦσιν LXX Sap.16.20, τοῖς ἐκ Περιπάτου ... ἁρμόνιος ἥδε ἡ δόξα Clem.Al.Strom.2.7.34, ἂν ... ἁρμονιωτέρα διοίκησις ἀνθρώπου εἴη τῷ θεῷ Clem.Al.Strom.7.2.8.

II adv. -ως

1 ajustadamente λίθων ... συντεθέντων ἁ. καὶ λείως I.AI 8.69.

2 adecuadamente ὁ λόγος ἁ. συνυφαίνεται Ph.1.179, ἁ. ὑποκρίνασθαι D.L.2.66 (cód.).