ἀϋτή, -ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἀϜῡτά IG 9(1).868.3 (Corcira VI a.C.)
• Prosodia: [ᾰῡ-]
• Morfología: [dór. gen. -ᾶς Pi.N.9.35]
I
ἀϋτὴ δ' οὐρανὸν ἷκεν οἴκαδε ἱεμένωνIl.2.153,
Ὀδυσσῆος ... ἀϋτήIl.11.466,
τάχα δ' ἐς πόλιν ἵκετ' ἀϋτήIl.2.97, cf. Od.14.265, 17.434,
κουράων ... θῆλυς ἀ.griterío femenino de unas muchachas, Od.6.122
•gener. sonido de la voz
γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένωA.Ch.564,
ἀυτῆς πᾶν τόδ' ἐπλήσθη στέγοςE.Heracl.646.
2 rugido de una pantera, Opp.H.3.391
•mugido de un toro, Opp.C.2.58, 79
•barrito de un elefante, Opp.C.3.542.
II
οὐ γὰρ πώ σφιν ἀκούετο λαὸς ἀϋτῆςIl.4.331,
μήστωρες ἀϋτῆςIl.4.328.
2 batalla, combate
ἀϋτή τε πτόλεμός τεIl.6.328,
δηΐων ἐν ἀϋτῇIl.17.167,
Τρώων ... ὑπεξέφυγον ... ἀϋτήνOd.11.383,
ἀκόρητος ἀϋτῆςHes.Sc.346, 433, 459,
κατὰ στενόϜεσ(σ)αν ἀϜυτάνIG l.c.,
κίνδυνος ὀξείας ἀϋτᾶςPi.l.c.
•violencia del combate Hsch.
III gener. ruido, estrépito del resonar de una trompeta
σάλπιγξ δ' ἀϋτῇ πάντ' ἐκεῖν' ἐπέφλεγενA.Pers.395, del rechinar del eje de una rueda
σύριγγοςParm.B 1.6.
• Etimología: Deriv. de 2 αὔω q.u.