< ἀψόφητος
ἄψοφος >
ἀψοφία
,
-ας, ἡ
silencio
ὥσπερ τὴν ἀψοφίαν μὴ ἀκούεσθαι
Plot.2.1.6, c. gen.
ἡ ἀ. οὐ ψόφου ἢ ὁτουοῦν
Plot.2.4.13.