ἄψοφος, -ον
1 que no hace ruido, silencioso
βαρεῖαν ἄψοφον φέρει βάσινS.Tr.967,
ἴχνοςCall.Ap.12, Del.302, Nonn.D.13.10,
ἄ. κέλευθοςE.Tr.887, Plot.4.4.45, Procl.in Ti.1.398.18, An.Ox.3.411,
θεὸς δ' ἰχνεύουσα δι' ὕδατος ἄψοφον ἀκτήνNonn.D.41.106,
αὐτὸς ... ἄψοφον ὁ ἀήρArist.de An.420a7,
ἀπὸ τῆς ἀψόφου ... ἐκπνοῆςGal.4.478,
ὑδάτων δὲ χύσις ἄ. στάτωSynes.Hymn.2.42
•fig. de abstr.
θεωρία ἄ.Plot.3.8.4
•de la boca callada
ἄψοφον ἔχειν στόμαTrag.Adesp.336a, Com.Adesp.1310.
2 adv. -ως jón. -έως sin ruido, silenciosamente Plot.4.3.4, EM 377, 523, An.Ox.1.374.