< ἀψοφητί
ἀψοφία >
ἀψόφητος
,
-ον
silencioso
ἐμὲ δ' ἀψόφητον εἴη βιοτὰν ἄσημον ἕλκειν
Synes.
Hymn
.9.29, cf. Hsch.
•
c. gen.
ὁ δὲ ... ἀ. ὀξέων κωκυμάτων ὑπεστέναζε
S.
Ai
.321.