< ἀχυροπαραλήμπτης
ἀχυροπόρος >
ἀχυροπαροχία
,
-ας, ἡ
suministro de salvado
μισθωταὶ ὑδροπαροχίας καὶ ἀχυροπαροχίας
PStras
.inv.1168.1.12 (III d.C.) en
AfP
4.1908.116.