< ἀχυροπαροχία
ἀχῠροπώλης >
ἀχυροπόρος
,
-ου, ὁ
mercader de salvado
σοματωθήκι Ἰωάννου ἀχυροπόρου (ἀχυροπώλου cj. ed.)
MAMA
3.487b (Córico).