< ἀχρωμάτιστος
ἀχρωμία >
ἀχρώματος
,
-ον
1
incoloro
οὐσία
Pl.
Phdr
.247c, Plu.2.97a, cf. Poll.5.169.
2
que no se ruboriza
,
desvergonzado
Sud.s.u.
ἄχρωμος
.