< ἀχρώματος
ἄχρωμος >
ἀχρωμία
,
-ας, ἡ
desvergüenza
,
descaro
ὅτι ἐὰν οὕτως ταῦτα πραχθῇ ἀχρωμία ἐστίν
PPetaus
26.14 (II d.C.), cf.
Gloss
.2.254.