< ἄχνῠμαι
ἀχνύς >
ἀχνυόεις
,
-εσσα, -εν
triste
,
penoso
δεσμῷ ἐν ἀχνυόεντι σιδηρέῳ ἔσβεσαν ὕβριν
Simon.100b.3D.,
ἀχνυόεν τόδε δῶρον
GVI
238 (Atenas, imper.).