< ἀχνυόεις
ἀχνώδης >
ἀχνύς
,
-ύος, ἡ
pena
,
aflicción
τῆς δ' ὀλοφυρομένης ἀμφ' ἀχνύϊ εἴβεται αἰών
SHell
.1031.